Το κείμενο, περισσότερο εμπλουτισμένο με καμώματα του Παπαλέξη δημοσιεύεται σήμερα στην Πρωϊνη.
καθώς και τα σχετικά με τον πανυβλάκα Παττακό
στον πλάτανο και στη γέφυρα της Νέδας.
Βεβαίως τούτη η καραντίνα μας έχει επηρεάσει όλους, άλλον λίγο κι άλλον περισσότερο.
Ανάμεσα στα άλλα έχει αλλοιώσει χρόνιες συνθήκες και συμπεριφορές.
Νομίζω στοιχίζει περισσότερο σε εμάς τους μέτοικους κυρίως της Αθήνας και δη τους συνταξιούχους που το είχαμε δίπορτο, μια στο χωριό και μια στην πόλη κι ας είμαστε σαν τους ¨Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας¨.
Ειδικά τώρα το Πάσχα που κατεβαίναμε στα χωριά μας και περνούσαμε κοτσάνι, με τους γέροντες γονείς, τους άλλους συγγενείς, τους φίλους, κουμπάρους και πατριώτες.
Αποκορύφωμα βέβαια ήταν το σούβλισμα του αρνιού και το κοκκινέλι να αλληλοδιαδέχεται το Χριστός Ανέστη, αλλά ήταν κι άλλα πολλά.
Αγουροξυπνημένοι οι περισσότεροι μετά τα πρώτα τσουγκρίσματα στο κονάκι μας βγαίναμε σουλάτσο στην πλατεία και το λακριντί με τους πατριώτες για τα νέα συμβάντα, κυρίως πολιτικά έδινε και έπαιρνε.
Φέτος όμως πάνε αυτά τα ωραία και συνηθισμένα, ευτυχώς όμως που έχουμε τα κορδελάκια, τα παιχνιδίσματα της μνήμης τις αναμνήσεις.
Χαμένες μεν αλλά πραγματικές, παράξενες, επιλεκτικές που κολλάνε στα περασμένα, παλιά όπως οι αλογόμυγες στη χώρα του εφηβαίου των αλόγων.
Έτσι και σε μένα, τούτες τις μέρες το ρεφρέν της μνήμη μου είναι το Πάσχα στο χωριό μου, τα αλλοτινά χρόνια. Περνούν από μπροστά μου λες και ήταν χτες!
Ας την ακούσουμε λοιπόν:
Και στα τρία χωριά του μικρού γεωγραφικού τριγώνου στις εκβολές της Νέδας από την πλευρά της Ηλείας, Γιαννιτσοχώρι, Άγιος Ηλίας και Πρασιδάκι παπάς ήταν ο πολυθρύλητος Παπαλέξης, ίσως η πιο εμβληματική προσωπικότητα της περιοχής μας.
Τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές του χρόνου λειτουργούσε εναλλάξ σε κάθε χωριό.
Το Πάσχα όμως, 12 Ευαγγέλια, Επιτάφιο και Ανάσταση πήγαινε και στα τρία χωριά το ένα μετά το άλλο.
Τα νυχτερινά αυτά δρομολόγια τα έκανε με τη φοράδα του και συντροφιά τον μεγάλο γιο, τον Γρηγόρη.
Τι να σας πω για τον Παπαλέξη;
Πρέπει να γράφω μέχρι το πρωί, τόσα πολλά έχει αφήσει παρακαταθήκη.
Ήταν και παπάς και ζευγάς, πρώτος λειτουργός και γνωστός για τα ωραία του κατορθώματα σε όλο το νομό μας αλλά η χάρη του έφτασε και σε άλλους νομούς που έκανε εξόριστος λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.
Δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν, ούτε σε δεσποτάδες ούτε σε άρχοντες.
Θα σας αναφέρω δυο περιστατικά έτσι τυχαία για να σχηματίσετε μια μικρή ιδέα της λεβεντιάς και του ωραίου σοβαρού χιούμορ που τον διέκρινε.
Το σπιτικό του ήταν έξω από το χωριό, δύο χιλιόμετρα περίπου στο δρόμο προς το Πρασιδάκι.
Κάθε απόγευμα, χειμώνα καλοκαίρι, ερχόταν στο χωριό και διέσχιζε το δρόμο της αγοράς καμαρωτός, αγέρωχος καβάλα στην κόκκινη φοράδα του. Τάκα-τάκα η φοράδα γιοργαλί και να ανεμίζουν τα ράσα του παπά.
Ένα απόβραδο λοιπόν καθώς ερχόταν ο παπάς του λέει μια γριούλα που καθόταν με άλλες δυο και έκαναν γειτονιά:
- Ρε παπά, πιο σιγά θα πέσεις…
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τα λόγια της και κραπ τραβάει τα γκέμια της φοράδας ο Παπάς κι αυτή κοκκαλώνει.
- Άκου με κυρά Τσελίκαινα, σαράντα χρόνια καβαλάω την παπαδιά που ήταν αγριομούλα και δεν έπεσα, θα πέσω από τη φοράδα;
Τότε λοιπόν στο χωριό με τους μισούς τωρινούς κατοίκους, μια και το χωριό ήταν νέο αφού μεταπολεμικά έγινε κοινότητα, είχαμε μια εκκλησούλα, τους Αγίους Αποστόλους.
Κι αυτή αρκετά έξω από το χωριό στο δρόμο προς το Πρασιδάκι. Μικρό εκκλησάκι δίπλα στα λίγα μνήματα με μια βελανιδιά να το προστατεύει αγκαλιάζοντάς το με τα κλαδιά της σαν την κλώσα με τα φτερά της!
Εδώ λοιπόν, με το πρώτο ντιν-νταν οι περισσότεροι χωριανοί με τα καλά μας και τα κεράκια και τα φανάρια παίρναμε τον χωματόδρομο πολλές φορές πλατσουρώντας μέσα στη νύχτα και φτάναμε στην εκκλησία.
Από πιο νωρίς οι λεβέντες είχαν αρχίσει τη μάχη του Σκρα με τα διάφορα χειροποίητα… πυρομαχικά.
Ένα μήνα πριν καθένας είχε προμηθευτεί αρκετό φυτίλι και μαύρη μπαρούτη και επί τω έργω.
Όλοι ήταν μανούλες στο φτιάξιμο μυστικών (τριγώνων) και βαρελότων.
Τα μυστικά ήταν φτιαγμένα με σκληρό χαρτί από σακιά λιπασμάτων, όπως τα τυροπιτάκια ακριβώς έτσι που αντί τυρί έβαζαν μπαρούτι και μια τρύπα με πρόκα στη μεγάλη πλευρά που έβαζαν το φυτίλι. Έδεναν και ένα σπίρτο πάνω του και το …σμπάρο ήταν έτοιμο.
Όσο πιο σφιχτό και γερό, τόσο πιο πολύ κρότο έκανε. Και υπόψη πολλά από αυτά τα σκαουμπάρτα τα έριχναν μέσα στην μικρή, γιομάτη εκκλησία, οπότε γινόταν της κακομοίρας από τις τσιρίδες και τα κλάματα των μικρών παιδιών.
Μάλιστα μερικοί ..πολεμιστές μέσα στα βαρελότα έβαζαν και θειάφι και από τη βρώμα η κατάσταση γινόταν αφόρητη.
Ένα Πάσχα, ήμουν μαθητούδι στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στη Ζαχάρω, εμφανίσθηκαν τα πρώτα αγοραστά βαρελότα, τα πολύκροτα.
Έτσι τα λέγαμε γιατί έσκαγαν πολλές φορές διαδοχικά. Στην επόμενη χρονιά εξαφανίσθηκαν, φαίνεται τα απαγόρευσαν γιατί ήταν διαβολικά, επικίνδυνα.
Αλλά τότε έκαναν μεγάλη θραύση ειδικά στις γερόντισσες που πηδούσαν να τα αποφύγουν και το μπαμ μπαμ τις ακολουθούσε κατά πόδας.
Κι όλα αυτά και τόσα άλλα πέρασαν και έφυγαν σαν τα νερά της Νέδας με τη διαφορά ότι παρέμειναν οι αναμνήσεις κι ας είναι καμιά φορά στοιχειωμένες.
Πηγή: yannitsochori.blogspot.com
καθώς και τα σχετικά με τον πανυβλάκα Παττακό
στον πλάτανο και στη γέφυρα της Νέδας.
Βεβαίως τούτη η καραντίνα μας έχει επηρεάσει όλους, άλλον λίγο κι άλλον περισσότερο.
Ανάμεσα στα άλλα έχει αλλοιώσει χρόνιες συνθήκες και συμπεριφορές.
Νομίζω στοιχίζει περισσότερο σε εμάς τους μέτοικους κυρίως της Αθήνας και δη τους συνταξιούχους που το είχαμε δίπορτο, μια στο χωριό και μια στην πόλη κι ας είμαστε σαν τους ¨Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας¨.
Ειδικά τώρα το Πάσχα που κατεβαίναμε στα χωριά μας και περνούσαμε κοτσάνι, με τους γέροντες γονείς, τους άλλους συγγενείς, τους φίλους, κουμπάρους και πατριώτες.
Αποκορύφωμα βέβαια ήταν το σούβλισμα του αρνιού και το κοκκινέλι να αλληλοδιαδέχεται το Χριστός Ανέστη, αλλά ήταν κι άλλα πολλά.
Αγουροξυπνημένοι οι περισσότεροι μετά τα πρώτα τσουγκρίσματα στο κονάκι μας βγαίναμε σουλάτσο στην πλατεία και το λακριντί με τους πατριώτες για τα νέα συμβάντα, κυρίως πολιτικά έδινε και έπαιρνε.
Φέτος όμως πάνε αυτά τα ωραία και συνηθισμένα, ευτυχώς όμως που έχουμε τα κορδελάκια, τα παιχνιδίσματα της μνήμης τις αναμνήσεις.
Χαμένες μεν αλλά πραγματικές, παράξενες, επιλεκτικές που κολλάνε στα περασμένα, παλιά όπως οι αλογόμυγες στη χώρα του εφηβαίου των αλόγων.
Έτσι και σε μένα, τούτες τις μέρες το ρεφρέν της μνήμη μου είναι το Πάσχα στο χωριό μου, τα αλλοτινά χρόνια. Περνούν από μπροστά μου λες και ήταν χτες!
Ας την ακούσουμε λοιπόν:
Και στα τρία χωριά του μικρού γεωγραφικού τριγώνου στις εκβολές της Νέδας από την πλευρά της Ηλείας, Γιαννιτσοχώρι, Άγιος Ηλίας και Πρασιδάκι παπάς ήταν ο πολυθρύλητος Παπαλέξης, ίσως η πιο εμβληματική προσωπικότητα της περιοχής μας.
Τις Κυριακές και τις άλλες γιορτές του χρόνου λειτουργούσε εναλλάξ σε κάθε χωριό.
Το Πάσχα όμως, 12 Ευαγγέλια, Επιτάφιο και Ανάσταση πήγαινε και στα τρία χωριά το ένα μετά το άλλο.
Τα νυχτερινά αυτά δρομολόγια τα έκανε με τη φοράδα του και συντροφιά τον μεγάλο γιο, τον Γρηγόρη.
Τι να σας πω για τον Παπαλέξη;
Πρέπει να γράφω μέχρι το πρωί, τόσα πολλά έχει αφήσει παρακαταθήκη.
Ήταν και παπάς και ζευγάς, πρώτος λειτουργός και γνωστός για τα ωραία του κατορθώματα σε όλο το νομό μας αλλά η χάρη του έφτασε και σε άλλους νομούς που έκανε εξόριστος λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.
Δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν, ούτε σε δεσποτάδες ούτε σε άρχοντες.
Θα σας αναφέρω δυο περιστατικά έτσι τυχαία για να σχηματίσετε μια μικρή ιδέα της λεβεντιάς και του ωραίου σοβαρού χιούμορ που τον διέκρινε.
Το σπιτικό του ήταν έξω από το χωριό, δύο χιλιόμετρα περίπου στο δρόμο προς το Πρασιδάκι.
Κάθε απόγευμα, χειμώνα καλοκαίρι, ερχόταν στο χωριό και διέσχιζε το δρόμο της αγοράς καμαρωτός, αγέρωχος καβάλα στην κόκκινη φοράδα του. Τάκα-τάκα η φοράδα γιοργαλί και να ανεμίζουν τα ράσα του παπά.
Ένα απόβραδο λοιπόν καθώς ερχόταν ο παπάς του λέει μια γριούλα που καθόταν με άλλες δυο και έκαναν γειτονιά:
- Ρε παπά, πιο σιγά θα πέσεις…
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τα λόγια της και κραπ τραβάει τα γκέμια της φοράδας ο Παπάς κι αυτή κοκκαλώνει.
- Άκου με κυρά Τσελίκαινα, σαράντα χρόνια καβαλάω την παπαδιά που ήταν αγριομούλα και δεν έπεσα, θα πέσω από τη φοράδα;
Τότε λοιπόν στο χωριό με τους μισούς τωρινούς κατοίκους, μια και το χωριό ήταν νέο αφού μεταπολεμικά έγινε κοινότητα, είχαμε μια εκκλησούλα, τους Αγίους Αποστόλους.
Κι αυτή αρκετά έξω από το χωριό στο δρόμο προς το Πρασιδάκι. Μικρό εκκλησάκι δίπλα στα λίγα μνήματα με μια βελανιδιά να το προστατεύει αγκαλιάζοντάς το με τα κλαδιά της σαν την κλώσα με τα φτερά της!
Εδώ λοιπόν, με το πρώτο ντιν-νταν οι περισσότεροι χωριανοί με τα καλά μας και τα κεράκια και τα φανάρια παίρναμε τον χωματόδρομο πολλές φορές πλατσουρώντας μέσα στη νύχτα και φτάναμε στην εκκλησία.
Από πιο νωρίς οι λεβέντες είχαν αρχίσει τη μάχη του Σκρα με τα διάφορα χειροποίητα… πυρομαχικά.
Ένα μήνα πριν καθένας είχε προμηθευτεί αρκετό φυτίλι και μαύρη μπαρούτη και επί τω έργω.
Όλοι ήταν μανούλες στο φτιάξιμο μυστικών (τριγώνων) και βαρελότων.
Τα μυστικά ήταν φτιαγμένα με σκληρό χαρτί από σακιά λιπασμάτων, όπως τα τυροπιτάκια ακριβώς έτσι που αντί τυρί έβαζαν μπαρούτι και μια τρύπα με πρόκα στη μεγάλη πλευρά που έβαζαν το φυτίλι. Έδεναν και ένα σπίρτο πάνω του και το …σμπάρο ήταν έτοιμο.
Όσο πιο σφιχτό και γερό, τόσο πιο πολύ κρότο έκανε. Και υπόψη πολλά από αυτά τα σκαουμπάρτα τα έριχναν μέσα στην μικρή, γιομάτη εκκλησία, οπότε γινόταν της κακομοίρας από τις τσιρίδες και τα κλάματα των μικρών παιδιών.
Μάλιστα μερικοί ..πολεμιστές μέσα στα βαρελότα έβαζαν και θειάφι και από τη βρώμα η κατάσταση γινόταν αφόρητη.
Ένα Πάσχα, ήμουν μαθητούδι στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου στη Ζαχάρω, εμφανίσθηκαν τα πρώτα αγοραστά βαρελότα, τα πολύκροτα.
Έτσι τα λέγαμε γιατί έσκαγαν πολλές φορές διαδοχικά. Στην επόμενη χρονιά εξαφανίσθηκαν, φαίνεται τα απαγόρευσαν γιατί ήταν διαβολικά, επικίνδυνα.
Αλλά τότε έκαναν μεγάλη θραύση ειδικά στις γερόντισσες που πηδούσαν να τα αποφύγουν και το μπαμ μπαμ τις ακολουθούσε κατά πόδας.
Κι όλα αυτά και τόσα άλλα πέρασαν και έφυγαν σαν τα νερά της Νέδας με τη διαφορά ότι παρέμειναν οι αναμνήσεις κι ας είναι καμιά φορά στοιχειωμένες.
Πηγή: yannitsochori.blogspot.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου