Στις μικρές κοινωνίες των χωριών μας, ειδικότερα τα πέτρινα δύσκολα χρόνια, υπήρχαν ορισμένα άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έγραφαν με τη συμπεριφορά τους την δικιά τους πραγματική ιστορία.
Αξίζει τον κόπο να διαβάσετε την παρακάτω πραγματική ιστορία, για τον Γιάννη τον Μουγγό.
Γεννήθηκε με μια λιγότερη αίσθηση. Την αίσθηση της ακοής. Είχε δυσκολία να εκφραστεί όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι.
Η ομιλία του ήταν πάντοτε, <<….Νταί… νταί… νταί….>> κάνοντας διάφορες κινήσεις με τα χέρια του , ώστε ο συνομιλητής του να καταλαβαίνει τι εννοεί και τι πρέπει να κάνει.
Τα δε μικρά παιδιά , που δεν αντιλαμβάνονταν τι του συνέβαινε τον φοβόντουσαν…
Ήταν άνοιξη του 1926.!
Το προξενιό που είχε αρχίσει για τον νέο της εποχής εκείνης Παναγή Γιαννικόπουλο και την Αλεξάνδρα ……από την Ανδρίτσαινα είχε αίσιον τέλος!
Ο πατέρας του γαμπρού, ο Γέρο Φώτης, ο οποίος φορούσε πάντα φουστανέλες, πήγε στην Ανδρίτσαινα, να φτιάξουν το προικοσύμφωνο.
Η κορμοστασιά του και οι φουστανέλες που φορούσε, έκανε καλή εντύπωση στους συγγενείς της Αλεξάνδρας.
Όλα έγιναν με το <<νι και με το σίγμα>> εκείνης της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε τι έγραφε.
Προικίζεται με <<την τιμή της>>, το ρουχισμό της, μια μπατανία, μια απλάδα, τρείς υφαντές μεσάλες, έξι <<ντουβαλίθια>> τρεις μπόλκες, μια καλημέρα, ένα κάδρο με την έκφραση <<και αυτό θα περάσει..>> κλπ κλπ.
Ανάμεσα στην οικογένεια της νύφης υπήρχε και ένας πολύ συμπαθητικός νεαρός, που δυστυχώς η μοίρα τον είχε καταδικάσει να στερείτε την αίσθηση της ακοής.
Δεν ήταν από την Ανδρίτσαινα ήταν από κάποιο άλλο χωριό.
Η οικογένεια της Αλεξάνδρας τον περιμάζεψε, γιατί ήταν κυνηγημένος από δικούς του ανθρώπους.
Τον είχε υπό την προστασία της η Αλεξάνδρα, τον πρόσεχε τον περιποιόταν και στεναχωριόταν που θα έφευγε από κοντά του.
Ο Γέρος Φώτης όταν πληροφορήθηκε την πραγματική του ιστορία έδωσε τη συγκατάθεση του να τον πάρει μαζί της…….. Και έτσι έγινε.
Ο Γιάννης ακολουθήσε την Αλεξάνδρα στο νέο της χωριό. Ενσωματώθηκε στην νέα της οικογένεια..
Όλο το χωριό έμαθε για τον ερχομό του Γιάννη, τον αγκάλιασε, τον φίλευαν, τον κερνούσαν πάντα όταν τον έβλεπαν.
Ο Γιάννης παρά τη δυσκολία του να εκφραστεί, έμαθε όλους τους Καλιδοναίους, τα σπίτια τους, ποτέ γιόρταζαν και τους έκανε την επίσκεψη.
Ήταν ένας άκακος, καλοσυνάτος , ακούραστος δουλευτής για την αφεντικίνα του, την Αλεξάνδρα.
Είχε σύντροφό του σε όλες τις εργασίες ένα γαϊδουράκι.
Σπάνια θα τον έβλεπες να είναι καβάλα. Πάντα το είχε φορτωμένο. Φόρτωνε τα δυο βαρέλια και πήγαινε στην παλιόβρυση να γεμίσει νερό να πιούν.
Τους καλοκαιρινούς μήνες πήγαινε στην τοποθεσία <<τραγάνα>>, που είχαν κτήμα με νέρο, το καλλιεργούσε με όλα τα καλοκαιρινά ζαρζαβατικά.
Και ανέβαινε καταφορτωμένος στον σπίτι του. Φυσικά δεν ξεχνούσε να δωρίσει σε όποιον αυτός έκρινε.
Πάντα ήταν καθαρός. Όλοι η οικογένεια του Παναγή και της Αλεξάνδρας τον είχαν αγκαλιάσει πολύ..
Η θέση του ήταν δίπλα στο παραγώνι. Να έχει ζεστασιά τους χειμωνιάτικους μήνες.
Μεγάλωσε με τα παιδιά της Αλεξάνδρας και στη συνέχεια με τα εγγόνια της, τα παιδιά του Φώτη και της Φρόσως.
Η Φρόσω ήταν νύφη της Αλεξάνδρας , τον αγαπούσε πάρα πολύ, και είχε αποκλειστικά την φροντίδα του μέχρι που πέθανε.
Ήταν όμως και οικονόμος. Όποιος του έδινε φιλοδώρημα, το έβαζε σε σιδερένιο κουτί.
Είχε γεμίσει αρκετά κουτιά και τα είχε κρύψει πισω από το σπίτι τους, σε μια πέτρινη μάνδρα κρυμμένα.
Δεν φανταζόταν ανθρώπου νους αυτή την κρυψώνα.
Όταν όμως αρρώστησε και ίσως κατάλαβε ότι θα πεθάνει πήρε έναν από το σπίτι και τον πήγε να του δείξει που είχε τα κουτιά.
Τους έδωσε να καταλάβουν ότι τα έχει για την κηδεία του…
Ο Γιάννης ο Μουγγός ήρθε νεαρός, μεγάλωσε , γέρασε, και πέθανε στην Καλίδονα.
Τριανταφυλλιά Νιάρχου, Πρόεδρος του Πολιτιστικός Σύλλογος Καλίδονας "Σάρενα"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου