ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Α
Αβανιά = Μεγάλη ζημιά που δεν διορθώνεται, κακοτυχία
Αβάσταγος = Ο ανυπόμονος που δεν κρατιέται
Αβγαταίνω = Προσθέτω να μεγαλώσει λίγο, αυξάνω
Αβγατάω = Τα κάνω περισσότερα
Αβέρτα = Ανοιχτά, απλωτά, πλούσια
Αβερτοσύνη = Απλόχερα , ανοιχτοχέρης
Αγάλιο = Σιγά-σιγά
Άγανα = Οι βελονοειδείς απολήξεις του σταχιού
Αγανός = Αραιοϋφασμένος
Άγαρμπος = Ο απότομος, ο απρόσεκτος
Αγγόνα = Η εγγονή
Αγικό (το) = Το ιερό , το όσιο
Αγιογδύτης = Ο κλέφτης , ο απατεώνας που κλέβει ακόμα και άγιους
Αγκελώνω = Τρυπάω με αγκάθι ή αιχμηρό αντικείμενο
Αγκιάζω = Ακουμπάω πάνω σε πληγή και πόνεσα, ακουμπάω κάποιον
Αγκλέορας = Αυτός που τρώει μεγάλη ποσότητα και τα πάντα
Αγκούσα(η) =Δυσθυμία κούρασης, άγχους
Αγκρουμάζουμαι = Ακούω με προσοχή
Αγκυλώνω ή αγκελώνω = Τρυπάω με αγκάθι ή αιχμηρό αντικείμενο
Αγκωνάρι = Η γωνιακή πελεκητή πέτρα του σπιτιού
Αγκωνή = Η γωνία του ψωμιού
Αγλύκιαγος = Ο δυστυχής , που δεν έχει δει γλυκιά μέρα στη ζωή του
Αγνάντιο = Θέση ώστε να έχω θέα να βλέπω απέναντι
Αγουρογέρασα =Γέρασα πριν την ώρα μου από βάσανα και στεναχώριες
Αγραπιδιά = Η Άγρια αχλαδιά
Αγρασκελιά = Δρασκελιά
Αγραντντζούνιγος = Ο χωρίς γραντζουνιά
Αγροικάω = Ακούω, καταλαβαίνω τι λες, σε άκουσα, αντιλαμβάνομαι, νοιώθω
Αγώι = Αμοιβή για την μεταφορά με ζώο
Αγωνιέμαι = Αγωνίζομαι, μοχθώ προσπαθώ
Αδειάζω = Έχω την δυνατότητα, ευκαιρώ
Άιντεστε = Φύγετε, πηγαίνετε στις δουλειές σας
Ακαλίγωτο-ος = Δεν το έχουν πεταλώσει, χωρίς πέταλο
Ακάμωτο = Το χωράφι που δεν έχει οργωθεί ακόμα
Ακαπίστρωτος = Χωρίς χαλινάρι
Άκιωτο = Δεν έχει τελειώσει
Ακουμπέτι = Παρόλα αυτά, συμφωνώ και ακολουθώ, επιτέλους
Ακούτραφος =Το πίσω μέρος του κεφαλιού κοντά στον σβέρκο
Ακριδολογάω = Δεν δουλεύω με ζήλο, χαζεύω
Ακώ = Ακούω
Αλαλάγκιαχτος = Ο πολύ ευαίσθητος
Αλαμπρατσέτα = μπράτσο με μπράτσο πιασμένοι
Αλάργα = μακριά, μεγάλα χρονικά διαστήματα
Αλαφρός = Ελαφρός
Αλετροπόδα = Η βάση του ξύλινου αλετριού, που πάνω της στηριζόταν το υνί , τα φτερά και η χειρολαβή
Αλησμόνικα = Ξέχασα
Αλιάς = Αϊ Λιάς, Βουνό ανατολικά της Λυνίσταινας
Αλισβερίσι = Το πάρε-δώσε, η δοσοληψία
Αλισίβα = Το απόσταγμα της στάχτης που έπλεναν τα ρούχα
Αλλαμπρατσέτα = Αγκαζε, κρατιούνται μπράτσο με μπράτσο
Αλλαξιά = Το σύνολο των ρούχων εσωτερικής και εξωτερικής περιβολής
Αλλούθε = Κάπου αλλού
Αλλουνού = Άλλου
Αλλουνώνε = Άλλων
Αλουπογανίζω = Ψάχνω άσκοπα και χαζά
Αλουποπορδή = Αυτός που πετάγεται και μιλά διακόπτοντας μια συζήτηση
Αμάδες = Παιχνίδι με πλακουδές πέτρες
Αμάλλιαγος = Αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμα μαλλί, δεν έχει μεγαλώσει
Αμανάτι = Αυτό που ξέμεινε, το ενέχυρο
Αμασκάλη = Μασχάλη
Άμπακο = Έφαγε πολύ (έφαγε τον άμπακο)
Αμάχη = Ή επιθυμία και προσπάθεια προς επίτευξη
Αμελέτητα = Νόστιμος μεζές από όρχεις αρνιών , κατσικιών ή μοσχαριών
Αμέτι μοχαμέτι = Επιμονή να γίνει οπωσδήποτε
Αμολυτός = Δεν είναι δεμένος, ελεύθερος
Αμπάρι = Αποθήκη σιτηρών ξύλινη
Αμπλαούμπλας = Μιλάει και λέει σαχλαμάρες, ακατάστατος
Αμποδάω = Εμποδίζω, δεν αφήνω να προχωρήσει
Αναβάσταγος = Αυτός που δεν έχει υπομονή
Αναγελάω = Κοροϊδεύω
Αναγλιτσιάζω = Δεν πλένω καλά και η βρώμα με τα λίπη μένουν
Αναγόηση = Κίνηση που δείχνει ότι ξυπνάει κάποιος (αναγοήθηκε = αρχίζει να ξυπνάει)
Ανάκαρο = Η αντοχή, σωματική ή ψυχική, κουράγιο
Ανακατερό = Ανακατεμένο
Ανακαψίλα = Η καούρα του στομάχου
Ανακλαρίζομαι = Το τέντωμα του κορμιού μετά τον ύπνο ή από κούραση.
Αναλογιέμαι = Αναρωτιέμαι μετά απόσκέψη
Αναμπαίζω = Εμπαίζω ή κοροϊδεύω
Αναμπουμπούλα = Θορυβώδης αναταραχή, αναστάτωση
Ανανίδα (η) = Είδος αγκαθιού
Ανανογάω = Το ξανασκέφτομαι
Αναπαή = Ανάπαυση, ξεκούραση
Ανάπαψη = Η ανάπαυση, η ξεκούραση
Αναπιάνω = Ανακατεύω το προζύμι με νερό, για ζύμωμα
Αναριγώ = Ανατριχιάζω
Ανάρτυγο = Το νηστίσιμο, ή χωρίς λάδι
Ανασκελώνω = Ρίχνω κάτι κάτω ανάποδα
Αναφακάς = Το γούρι.(Λεγόταν κυρίως όταν πήγαιναν για κυνήγι ‘’Μην σε δεί κάποιος που δεν έχει αναφακά!’’)
Αναχερίζω = Ζυμώνω το προζύμι, ανακατεύω με τα χέρια
Ανάχρειο = Το εργαλείο που χρειάζομαι στο σπίτι
Αναχρικά = Τα οικιακά σκεύη
Ανεβάσταγος = Ο ανυπόμονος
Ανέμη =Εργαλείο πάνω στο οποίο τύλιγαν το νήμα
Ανημπόρια = Αδιαθεσία
Ανταρεύομαι = Νοιώθω θυμό και αγριεύω από απροσδιόριστο φόβο
Αντέτι = ( Έχει δυό έννοιες ) Η μία είναι ‘’η συνήθεια’’, και η άλλη το δανεικό, αυτό που οφείλεις.
Άντζα = Η γάμπα
Αντί (το) = Εξάρτημα αργαλειού με τέσσερις τρύπες
Αντιπερνώ= Περνώ από το ίδιο σημείο πολλές φορές και συνέχεια.
Αντρομίδι = Βαρύ μάλλινο υφαντό του αργαλειού
Απαγιαντώ = Είμαι ανήσυχος και δεν μπορώ να ξεκουραστώ
Απάγκιο = Μέρος που προφυλάσσεσαι από τον αέρα
Απαγκιάζω =Προφυλάσσομαι από τον αέρα
Απιδιά = Η αχλαδιά
Απολάου = Αφήνω ελεύθερο
Απαλλαξίδι =Ρούχο για πλύσιμο
Απάνου = Επάνω
Απανταχού = Οι παντού ευρισκόμενοι, σε όλο τον κόσμο.
Απαντοχή = Η παρηγοριά , το στήριγμα, η ελπίδα, η ανακούφιση
Απαρατάου = τα αφήνω, δεν ασχολούμαι άλλο
Απηδάου = Πηδάω
Από την εφημερίδα Λυνιστιάνικη Φωνή
Η ΣΥΝΕΧΕΑ ΣΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ....
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου