18 Ιουν 2024
0 σχόλια

ΝΤΟΠΙΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΛΥΝΙΣΤΑΙΝΑΣ (και ευρύτερης περιοχής) (ΚΩΝ/ΝΟΥ ΔΗΜ. ΜΙΧΕΛΗ)

Ένα πόνημα με κόπους πολλών χρόνων που ακόμα προσπαθώ και συνεχίζω να το εμπλουτίζω

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

Α

Αβανιά = Μεγάλη ζημιά που δεν διορθώνεται, κακοτυχία

Αβάσταγος = Ο ανυπόμονος που δεν κρατιέται

Αβγαταίνω = Προσθέτω να μεγαλώσει λίγο, αυξάνω

Αβγατάω = Τα κάνω περισσότερα

Αβέρτα = Ανοιχτά, απλωτά, πλούσια

Αβερτοσύνη = Απλόχερα , ανοιχτοχέρης

Αγάλιο = Σιγά-σιγά

Άγανα = Οι βελονοειδείς απολήξεις του σταχιού

Αγανός = Αραιοϋφασμένος

Άγαρμπος = Ο απότομος, ο απρόσεκτος

Αγγόνα = Η εγγονή

Αγικό (το) = Το ιερό , το όσιο

Αγιογδύτης = Ο κλέφτης , ο απατεώνας που κλέβει ακόμα και άγιους

Αγκελώνω = Τρυπάω με αγκάθι ή αιχμηρό αντικείμενο

Αγκιάζω = Ακουμπάω πάνω σε πληγή και πόνεσα, ακουμπάω κάποιον

Αγκλέορας = Αυτός που τρώει μεγάλη ποσότητα και τα πάντα

Αγκούσα(η) =Δυσθυμία κούρασης, άγχους

Αγκρουμάζουμαι = Ακούω με προσοχή

Αγκυλώνω ή αγκελώνω = Τρυπάω με αγκάθι ή αιχμηρό αντικείμενο

Αγκωνάρι = Η γωνιακή πελεκητή πέτρα του σπιτιού

Αγκωνή = Η γωνία του ψωμιού

Αγλύκιαγος = Ο δυστυχής , που δεν έχει δει γλυκιά μέρα στη ζωή του

Αγνάντιο = Θέση ώστε να έχω θέα να βλέπω απέναντι

Αγουρογέρασα =Γέρασα πριν την ώρα μου από βάσανα και στεναχώριες

Αγραπιδιά = Η Άγρια αχλαδιά

Αγρασκελιά = Δρασκελιά

Αγραντντζούνιγος = Ο χωρίς γραντζουνιά

Αγροικάω = Ακούω, καταλαβαίνω τι λες, σε άκουσα, αντιλαμβάνομαι, νοιώθω

Αγώι = Αμοιβή για την μεταφορά με ζώο

Αγωνιέμαι = Αγωνίζομαι, μοχθώ προσπαθώ

Αδειάζω = Έχω την δυνατότητα, ευκαιρώ

Άιντεστε = Φύγετε, πηγαίνετε στις δουλειές σας

Ακαλίγωτο-ος = Δεν το έχουν πεταλώσει, χωρίς πέταλο

Ακάμωτο = Το χωράφι που δεν έχει οργωθεί ακόμα

Ακαπίστρωτος = Χωρίς χαλινάρι

Άκιωτο = Δεν έχει τελειώσει

Ακουμπέτι = Παρόλα αυτά, συμφωνώ και ακολουθώ, επιτέλους

Ακούτραφος =Το πίσω μέρος του κεφαλιού κοντά στον σβέρκο

Ακριδολογάω = Δεν δουλεύω με ζήλο, χαζεύω

Ακώ = Ακούω

Αλαλάγκιαχτος = Ο πολύ ευαίσθητος

Αλαμπρατσέτα = μπράτσο με μπράτσο πιασμένοι

Αλάργα = μακριά, μεγάλα χρονικά διαστήματα

Αλαφρός = Ελαφρός

Αλετροπόδα = Η βάση του ξύλινου αλετριού, που πάνω της στηριζόταν το υνί , τα φτερά και η χειρολαβή

Αλησμόνικα = Ξέχασα

Αλιάς = Αϊ Λιάς, Βουνό ανατολικά της Λυνίσταινας

Αλισβερίσι = Το πάρε-δώσε, η δοσοληψία

Αλισίβα = Το απόσταγμα της στάχτης που έπλεναν τα ρούχα

Αλλαμπρατσέτα = Αγκαζε, κρατιούνται μπράτσο με μπράτσο

Αλλαξιά = Το σύνολο των ρούχων εσωτερικής και εξωτερικής περιβολής

Αλλούθε = Κάπου αλλού

Αλλουνού = Άλλου

Αλλουνώνε = Άλλων

Αλουπογανίζω = Ψάχνω άσκοπα και χαζά

Αλουποπορδή = Αυτός που πετάγεται και μιλά διακόπτοντας μια συζήτηση

Αμάδες = Παιχνίδι με πλακουδές πέτρες

Αμάλλιαγος = Αυτός που δεν έχει βγάλει ακόμα μαλλί, δεν έχει μεγαλώσει

Αμανάτι = Αυτό που ξέμεινε, το ενέχυρο

Αμασκάλη = Μασχάλη

Άμπακο = Έφαγε πολύ (έφαγε τον άμπακο)

Αμάχη = Ή επιθυμία και προσπάθεια προς επίτευξη

Αμελέτητα = Νόστιμος μεζές από όρχεις αρνιών , κατσικιών ή μοσχαριών

Αμέτι μοχαμέτι = Επιμονή να γίνει οπωσδήποτε

Αμολυτός = Δεν είναι δεμένος, ελεύθερος

Αμπάρι = Αποθήκη σιτηρών ξύλινη

Αμπλαούμπλας = Μιλάει και λέει σαχλαμάρες, ακατάστατος

Αμποδάω = Εμποδίζω, δεν αφήνω να προχωρήσει

Αναβάσταγος = Αυτός που δεν έχει υπομονή

Αναγελάω = Κοροϊδεύω

Αναγλιτσιάζω = Δεν πλένω καλά και η βρώμα με τα λίπη μένουν

Αναγόηση = Κίνηση που δείχνει ότι ξυπνάει κάποιος (αναγοήθηκε = αρχίζει να ξυπνάει)

Ανάκαρο = Η αντοχή, σωματική ή ψυχική, κουράγιο

Ανακατερό = Ανακατεμένο

Ανακαψίλα = Η καούρα του στομάχου

Ανακλαρίζομαι = Το τέντωμα του κορμιού μετά τον ύπνο ή από κούραση.

Αναλογιέμαι = Αναρωτιέμαι μετά απόσκέψη

Αναμπαίζω = Εμπαίζω ή κοροϊδεύω

Αναμπουμπούλα = Θορυβώδης αναταραχή, αναστάτωση 

Ανανίδα (η) = Είδος αγκαθιού

Ανανογάω = Το ξανασκέφτομαι

Αναπαή = Ανάπαυση, ξεκούραση

Ανάπαψη = Η ανάπαυση, η ξεκούραση

Αναπιάνω = Ανακατεύω το προζύμι με νερό, για ζύμωμα

Αναριγώ = Ανατριχιάζω

Ανάρτυγο = Το νηστίσιμο, ή χωρίς λάδι

Ανασκελώνω = Ρίχνω κάτι κάτω ανάποδα

Αναφακάς = Το γούρι.(Λεγόταν κυρίως όταν πήγαιναν για κυνήγι ‘’Μην σε δεί κάποιος που δεν έχει αναφακά!’’)

Αναχερίζω = Ζυμώνω το προζύμι, ανακατεύω με τα χέρια

Ανάχρειο = Το εργαλείο που χρειάζομαι στο σπίτι

Αναχρικά = Τα οικιακά σκεύη

Ανεβάσταγος = Ο ανυπόμονος

Ανέμη =Εργαλείο πάνω στο οποίο τύλιγαν το νήμα

Ανημπόρια = Αδιαθεσία

Ανταρεύομαι = Νοιώθω θυμό και αγριεύω από απροσδιόριστο φόβο

Αντέτι = ( Έχει δυό έννοιες ) Η μία είναι ‘’η συνήθεια’’, και η άλλη το δανεικό, αυτό που οφείλεις.

Άντζα = Η γάμπα

Αντί (το) = Εξάρτημα αργαλειού με τέσσερις τρύπες

Αντιπερνώ= Περνώ από το ίδιο σημείο πολλές φορές και συνέχεια.

Αντρομίδι = Βαρύ μάλλινο υφαντό του αργαλειού

Απαγιαντώ = Είμαι ανήσυχος και δεν μπορώ να ξεκουραστώ

Απάγκιο = Μέρος που προφυλάσσεσαι από τον αέρα

Απαγκιάζω =Προφυλάσσομαι από τον αέρα

Απιδιά = Η αχλαδιά

Απολάου = Αφήνω ελεύθερο

Απαλλαξίδι =Ρούχο για πλύσιμο

Απάνου = Επάνω

Απανταχού = Οι παντού ευρισκόμενοι, σε όλο τον κόσμο.

Απαντοχή = Η παρηγοριά , το στήριγμα, η ελπίδα, η ανακούφιση

Απαρατάου = τα αφήνω, δεν ασχολούμαι άλλο

Απηδάου = Πηδάω


Από την εφημερίδα Λυνιστιάνικη Φωνή


Η ΣΥΝΕΧΕΑ ΣΕ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ....


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Toggle Footer
Top