ΠΑΛΗΑ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
Μπαλωματής του Μωρηά
Του κ. Νίκου Σταυρή
Το γουρουνοτσάρουχο μιλάμε ξάστερα — ήταν η «ποδεμί» της ρωμιοσύνης στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς της.
Με το τίναγμα του ζυγού από το σβέρκο της, έβαλε στα πόδια της παπούτσια. Φόρεσε τσαρούχια.
Με τη περίφημη «φούντα» στη μύτη τους, και με το μαύρο ή κόκκινο χρώμα. Με σολόδερμα χοντρό, κατεργασμένο, από τομάρια δαμαλιών πού αφθονούσαν στα βουνά τού Μωρηά και της Ρούμελης.
Οι μυτερές πέτρες συντόμευαν τη φθορά.
Οι μπαλωματήδες κάνουν την εμφάνιση τους.
Με το σουβλί και το βελόνι στην αρχή. Με το σφυρί και το αμόνι κατόπιν. Με τα μυτερά προκάκια και τις βιδάτες πρόκες στη συνέχεια.
Με τα πετσί και τα εργαλεία στις πλάτες, περιοδεία στα χωριά. Και με το “ματαράτσι”για τον ύπνο κάτου από τα μπαλκόνια όπου υπήρχαν.
Για να έχουν προστασία από τη βροχή. Το καλοκαίρι στης σκιές των πουρναριών.
Πριν ξημερώσει «παπούτσια να μπαλώώώ. Τυρί, μυτζήθρα, η αμοιβή από τους τσοπάνηδες, αραποσίτι και λάδι από τους ζευγολάτες.
Δούλευαν μήνες ολόκληρους. Κάποτε γύριζαν να φορτώσουν στο γαϊδούρι τους την είσπραξη σε είδος. Μαλλιά, τράγων, προβατίνες, φασόλια, ρεβίθια, φακές, γουρουνίσιο κρέας.
Χαράς ευαγγέλια για τη φαμελιά. Γύριζε φορτωμένος ο νοικοκύρης σπίτι του.
Και μερικά λεφτά στην τσέπη Και με καινούργιο παντελόνι. Και με «πασουμάκι» παπούτσι.
Παραμερίζεται σιγά, σιγά, η φουστανέλα. Εμφανίζονται οι φραγγοφορεμένοι. Φορούν παπούτσια βακετένια, στην αρχή, αδιάβροχα στη συνέχεια.
Αφανίζεται το τσαρούχι, το φτιαγμένο με τα ίδια τα χέρια αυτού πού τα φορούσε. Το υποτυπώδες μ' άλλα λόγια, κάλυμμα των ποδιών με κομμάτι γουρνουτόμαρου.
Με λουριά από τον ίδιο βγαλμένα, αντί για κλωστές. Για οικονομία οι «φτέρνες» έξω, χωρίς προστασία, για να ακούμε σήμερα στην περιοχή της Αρκαδίας—'Ολυμπίας το περίφημο «σκασμένη φτέρνα».
Αρκάδες και 'Ολύμπιοι οι πρώτοι διδάξαντες. Κατά οι Στεμνιτσιώτες τη χρυσοχοεία.
Οι Δημητσανίτες το μπαρούτι. Τα Λαγκάδια τη μαστοριά. Η Ζάτουνα στην «αργάσι» των τομαριών όπως και η Ανδρίτσαινα με τα περιττώματα (σκυλόσκατα) των σκύλων.
Ο Κοσμάς στα κτένια και ο Άγιος Πέτρος στον ασβέστη. Η Τριπολιτσά στις στολές από «σαγάκι». Καπότες, γιλέκια, πιτούρια.
Βροχές και βοριάδες χτύπησαν αλύπητα τους μπαλωματήδες. Διαφορετική ή τύχη των γανωματήδων πού δούλευαν δίπλα στη φωτιά. Διακονιαραίοι, καλαϊτζήδες, και μπαλωματήδες χτίζουν τα πρώτα σπίτια με τα πελεκητά αγκωνάρια.
Δίδουν το παράδειγμα. Φέρνουν στα χωριά τους το μικρό πολιτισμό. Όπως ο Ρόβας στα Γιάννενα από την Πόλη, χρυσαφικά, διαμαντικά, και χαλκωματένια σκεύη.
Με τη μεγάλη φάλαγγα, γκαμήλες, άλογα, μουλάρια. Πορεία βαριά, ένα μήνα το πάει και ένα μήνα το έλα!
Η περιοχή της Καρύταινας, η δεύτερη μετά το Φανάρι της Ανδρίτσαινας ισχυρή επαρχία της Τουρκιάς, «έβγαλε τους πρώτους μπαλωματήδες από τα χωριά Μουλάτσι, Δραγουμάνου (Κοτύλιο), Λάβδα πού ταξίδεψαν άλλοι για τους κάμπους τού Πύργου και της Καλαμάτας και άλλοι για το ορεινό συγκρότημα της Ρούμελης.
Για τις αρβύλες της εργατιάς στ’ αμπέλια και τις σταφίδες οι πρώτοι, για τ' αρβανίτικα τσαρούχια των τσελιγγάδων οι δεύτεροι.
Τα καλιγωμένα με τις βιδάτες πρόκες για την αντοχή. Τα γεμάτα βάρος και ομορφιά. Πού με μια και μόνο κλωτσιά γκρέμιζαν βράχους και σκότωναν ανθρώπους.
Κι’ όσοι τα φορούσαν έπιαναν τ' αγρίμια στην τρεχάλα. Και με την κάπα, στρώμα και σκέπασμα, αψηφούσαν τις βροχές και τα χιόνια.
Τέτοια ήταν εκείνο το καιρό η ρωμιοσύνη, τούτης της περιοχής.....
ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΥΡΗΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου