Κείμενο Τριανταφυλλιάς Νιάρχου
Ολόκληρες γενιές μεγάλωσαν στις γειτονιές!
Η «πέρα» και η «δώθε» γειτονιά, η γειτονιά στην απάνω ρούγα, αλλά και γειτονιές που πήραν την ονομασία τους από τις οικογένειες, που είχαν τα σπίτια τους εκεί.
Τόποι συγκέντρωσης και επικοινωνίας των κατοίκων, ειδικότερα του γυναικείου πληθυσμού.
Αφού στην τοπική κουλτούρα, η έξοδος εκείνη την εποχή στο καφενείο ήταν επιτρεπτή μόνο στον ανδρικό πληθυσμό.
Έτσι, για τις γυναίκες η κοινωνική τους ζωή διαδραματιζόταν, κυρίως, στη γειτονιά τους.
Μα δεν μπορεί ξεχαστεί και το γεγονός ότι οι γειτονιές ενέπνευσαν τόσο τη λαϊκή μούσα, όσο και νεότερους στιχουργούς και σήμερα έχουμε να τραγουδάμε.
«Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε», «Μην περάσεις από τη γειτονιά μου μάγκα μη σε ξαναδώ μπροστά μου» είναι χαρακτηριστικοί στίχοι!
Η αποκορύφωση, όμως, όλων αυτών είναι οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη:
«Σ' αυτή τη γειτονιά και βράδυ και πρωί περάσαμε και χάσαμε ολόκληρη ζωή. Σ' αυτή τη γειτονιά μας πήραν οι καημοί, μας πήραν και μας πρόδωσαν για μια μπουκιά ψωμί. Σ' αυτή τη γειτονιά, μες στο μικρό στενό χαθήκαμε και ζήσαμε μακριά κι απ' το Θεό».
Μα μην ξεχαστούν και τα παραδοσιακά μας τραγούδια, που σήμερα τα τραγουδάμε και χορεύουμε!
«Στην παραπάνω γειτονιά, βαρούν κλαρίνα και βιολιά, παντρεύεται μια λυγερή», «στην παραπάνω γειτονιά στα χαμηλά σπιτάκια κάθονται τρεις λυγερές και οι τρεις με μαύρα μάτια» και τόσα άλλα, που δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν μέσα σε λίγες λέξεις.
Στις γειτονιές του χωριού μας, που έμειναν στις μνήμες όλων μας με τις καλύτερες αναμνήσεις, με τα καλύτερα βιώματα, με χαρές και λύπες θα αναφερθούμε παρακάτω.
Στις γειτονιές μας αυτές το αίσθημα της αλληλοβοήθειας ήταν πολύ έντονα ανεπτυγμένο.
Η συμμετοχή των κατοίκων της γειτονιάς στις ευχάριστες, αλλά και δυσάρεστες στιγμές των οικογενειών ήταν πάνω από όλες τις άλλες υποχρεώσεις που είχαν.
Μη ξεχνάμε, άλλωστε και τις παροιμίες, που βγήκαν για τις γειτονιές, όπως «Πρώτα θα δεις το γείτονα και μετά τον ήλιο», «Άζωστος τρέχει ο γείτονας και ο συγγενής ζωσμένος» και τόσες άλλες.
Αρχικά, η Καλίδονα, όταν χτίστηκε μετά την καταστροφή της «Σάρενας» από τον Ιμπραήμ, ήταν χωρισμένη σε δύο γειτονιές: την πέρα, «των Δουκαίων», και τη δώθε, στην είσοδο του χωριού, των «Πουρναίων».
Οι δυο αυτές οικογένειες ήταν οι παλιότερες της «Σάρενας», μαζί με τους Αλεξοπουλαίους.
Οι Αλεξαίοι έφτιαξαν τα σπίτια τους μέσα στην γειτονιά των «Πουρναίων», αλλά επικράτησε να λέγεται η «Πουρναίϊκη γειτονιά», επειδή είχαν την πλειοψηφία.
Οι Δουκαίοι είχαν πιάσει την τοποθεσία από τον Άι-Λια μέχρι την «Πατουλιά».
Ήταν αρκετά μεγάλη έκταση. Στην πορεία του χρόνου, άρχισαν να διαμορφώνονται διαφορετικά, γιατί έφτιαχναν σπίτια και άλλες οικογένειες, όπως: στην «Πατουλια» οι Τζιαραίοι, οπότε η γειτονιά ονομάστηκε «στα Τζιαραίϊκα».
Λίγο πιο πάνω έχτισαν σπίτια οι Ανδρικαίοι, όπου δημιούργησαν μια γειτονιά, που «άφησε εποχή».
Είναι, ακόμη και σήμερα, χαραγμένη στις μνήμες μας «η γειτονιά των Κοσιαραίων».
Την εποχή των Αποκριών ξεκινούσαν από εκεί όλα τα καρναβάλια.
Αλλά και κάθε βράδυ -ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες- ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των νοικοκυρών της γειτονιάς.
Ήταν ένας χώρος συγκέντρωσης, όπως είναι σήμερα τα καφενεία.
Προχωρώντας ανατολικότερα, δέσποζε η γειτονιά των «Μαστροδημητραίων», δηλαδή των Γεωργοπουλαίων.
Στενά δρομάκια, μικρές αυλές με μικρά τουράκια για να κάθονται,.
Τα βραδάκια οι γειτόνισσες -κάθε μια έξω από τη μικρή δική της αυλή- συζητούσαν μεγαλόφωνα, μη έχοντας το φόβο να τους ακούσει κάποιος άγνωστος.
Γέλια, αστεία και διάφορα παρατράγουδα ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της γειτονιάς.
Συνεχίζοντας στα στενά δρομάκια, έφτανε κανείς στη γειτονιά τη «Σαπουναίϊκη ή Συλαίϊκη».
Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα πιο μεγάλα. Με κήπους και μέσα σε αυτόν ένα πηγάδι, για να τροφοδοτεί με νερό όλη τη γειτονιά και όχι μόνο.
Ο ανηφορικός δρόμος -όπως ακριβώς είναι και σήμερα- οδηγούσε στη γειτονιά των «Γιανικαίων», κάτω από το ψηλότερο σημείο του χωριού, που στην κορυφή δεσπόζει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Κατεβαίνοντας από τον Προφήτη Ηλία και προχωρώντας κάτω από το Νεκροταφείο, εμφανιζόταν η γειτονιά των «Σκουρτσιδαίων».
Κατηφορίζοντας, εμφανιζόταν το κεντρικό σημείο του χωριού.
Εκεί που πρωτοέχτισαν σπίτια οι οικογένειες των Χριστοπουλαίων και των Χριστοδουλαίων.
Ο Δημοσθένης Χριστόπουλος του Παναγιώτη παρεχώρησε όλο το χώρο μπροστά από το σπίτι του και έγινε η πλατεία του χωριού, η οποία σιγά σιγά πλαισιώθηκε από καφενεία.
Εκεί διαδραματιζόταν η κοινωνική ζωή των κατοίκων.
Στο πέρασμα του χρόνου φτιάχνονταν και άλλα σπίτια, όπως π.χ. των Αβραμοπουλαίων, Παπαγεωργίου, Φακαλαίων και πολλών άλλων.
Δυστυχώς, όμως, οι κατολισθήσεις που γίνονταν, ειδικότερα στο κέντρο του χωριού, άλλαξαν, την αρχική του εικόνα και έτσι με την τελευταία κατολίσθηση το 1981 το χωριό πήρε τη σημερινή του μορφή.
Στην αυλή κάθε σπιτιού υπήρχαν τα λεγόμενα «τουράκια».
Τα τουράκια είχαν ύψος 50-60 πόντους, χτισμένα με πέτρες και καλυμμένα με μονοκόμματες πλάκες.
Είχαν φτιαχτεί για να κάθονται. Λέγεται ότι τα καλύτερα και πιο περιποιημένα «τουράκια», τα είχε φτιάξει ο Α. Σκουρτσίδης έξω από το μαγαζί του.
Σε όλες αυτές τις γειτονιές, που ήταν ασπρισμένες και πολύ καθαρές, γεμάτες από λουλούδια, τον κύριο λόγο τον είχαν οι γυναίκες.
Μαζευόταν κάθε βράδυ να κουβεντιάσουν, να μάθουν νέα, αλλά και να κάνουν κοινωνική κριτική, το λεγόμενο «κουτσομπολιό» -άλλοτε με την καλή έννοια, και άλλοτε με την κακή-.
Το καλοκαίρι, που έπρεπε να τρίψουν το καλαμπόκι ή να ξάνουν μαλλιά, συγκεντρώνονταν αρκετές γυναίκες και δουλεύαν με τα χέρια ή με αυτοσχέδια εργαλεία.
Για το καλαμπόκι είχαν επινοήσει τη λεγόμενη «γκριτσάλα» και για τα μαλλιά τα «λανάρια».
Ακουγόταν κάθε τόσο «Σήμερα θα πάμε στα «Τζιαραίϊκα» έχουμε ξέλαση για το καλαμπόκι».
Η μεγαλύτερη πάντα είχε τον κύριο λόγο, καθοδηγώντας τις νεότερες.
Φυσικά, τα αστεία τους δεν τα ξεχνούσαν. Έλεγαν αστείες ιστορίες, άλλοτε σατιρικά τραγούδια και άλλοτε γλωσσοδέτες.
Έτσι, περνούσαν τη βραδιά τους ευχάριστα και η δουλειά τελείωνε χαρούμενα, δίχως να καταλάβουν κούραση.
Σε κάθε γειτονιά ακούγονταν παιδικές φωνές.
Συνήθως, τις απογευματινές ώρες τα παιδιά έβγαιναν όλα στις γειτονιές και τα παιχνίδια τους συνεχίζονταν κάτω από το φως του φεγγαριού.
Δεν υπήρχε φόβος για τίποτα.
Όταν νύχτωνε άκουγες από κανά παράθυρο τη μάνα να φωνάζει: «Για μαζευτείτε τώρα… Φτάνει πιά… Αύριο πάλι… Σε λίγο θα κοιμηθούμε…» Αυτά, όμως, δεν άκουγαν. Η ανεμελιά και η ξεγνοιασιά ήταν τα χαρακτηριστικά τους.
Σήμερα όλα αυτά έχουν λήψει.
Υπάρχουν ακόμη γειτονιές στο χωριό μας, αλλά λιγοστός ο κόσμος.
Οι γυναίκες πλέον μπορούν να βγουν να πάνε στο καφενείο να πιούν ένα καφέ. Να κουβεντιάσουν, να περάσουν την ώρα τους ευχάριστα.
Η τεχνολογία και η εξέλιξη όλα αυτά μας τα έχει αφήσει στο παρελθόν.
Οι θύμησες είναι πολλές. Η νοσταλγία μεγάλη. Πιο πολύ για τους ανθρώπους μας , που μας λείπουν.
Θυμόμαστε τις κουβέντες τους, τις συμβουλές τους και μελαγχολούμε, γιατί τότε δεν κατανοούσαμε ότι μας έλεγα.
Όλα τα λέγανε γιατί τους είχε διδάξει πολλά η ζωή με τις δυσκολίες της.
Στην <<Σαπουναίϊκη γειτονιά>> |
Στην <<Πουρναίϊκη γειτονιά..>> |
Στην <<Κοσιαραίϊκη γειτονιά>> |
Στην Πουρναίϊκη γειτονιά>> |
Στην <<Γιανικαίϊκη γειτονιά>> |
Στον Αγιο Γεώργιο |
Στην <<ΤζιαραίΙκη γειτονιά..>> |
Γράφει η Τριανταφυλλιά Νιάρχου, Πρόεδρος του Πολιτιστικός Σύλλογος Καλίδονας "Σάρενα"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου